- τρεχιό
- το, Ντρέξιμο, τρεχάλα, τρεχαλητό.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. < ρ. τρέχω (πρβλ. φεύγω: φευγιό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρεχιό — το τρέξιμο, τρεχάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτικιό — το, Ν 1. η φυματίωση 2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)] … Dictionary of Greek
τρεχαλητό — το τρεχάλα, τρέξιμο, τρεχιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροχάδην — επίρρ. τροπ. 1. με τρεχιό, τρέχοντας, τρεχάλα: Έφυγε τροχάδην. 2. γρήγορα, βιαστικά: Τα διάβασα τροχάδην. 3. γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο: «Τροχάδην μαρς!» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)